θυμηγερώ
From LSJ
ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
Greek Monolingual
θυμηγερῶ, -έω (Α)
συνέρχομαι, επιστρατεύω τις ψυχικές δυνάμεις μου, εμψυχώνομαι, ξαναβρίσκω το θάρρος μου («ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων» — βγήκα έξω στην ακτή συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μου, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αγείρω].