επιστρατεύω

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιστρατεύω) στρατεύω
νεοελλ.
1. (για την κυβέρνηση ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) προσκαλώ και κατατάσσω στα όπλα κλάσεις εφέδρων
2. χρησιμοποιώ σε υπεύθυνη θέση πρόσωπο λόγω τών ικανοτήτων του, κατά παρέκκλιση της ιεραρχίας
3. χρησιμοποιώ επιχειρήματα ή μέσα ως έσχατο μέσο για να πετύχω κάτι
αρχ.-μσν.
εκστρατεύω εναντίον κάποιου.