επιστρατεύω
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
(AM ἐπιστρατεύω) στρατεύω
νεοελλ.
1. (για την κυβέρνηση ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) προσκαλώ και κατατάσσω στα όπλα κλάσεις εφέδρων
2. χρησιμοποιώ σε υπεύθυνη θέση πρόσωπο λόγω τών ικανοτήτων του, κατά παρέκκλιση της ιεραρχίας
3. χρησιμοποιώ επιχειρήματα ή μέσα ως έσχατο μέσο για να πετύχω κάτι
αρχ.-μσν.
εκστρατεύω εναντίον κάποιου.