ἱκέτευμα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ατος, τό,
A mode of supplication, μέγιστον ἱ. Th.1.137, cf. D.C.68.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτευμα: ῐ, τό, τρόπος ἱκεσίας, δεήσεως, καὶ μέγιστον ἦν ἱκέτευμα τοῦτο Θουκ. 1. 137, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 24.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mode de supplication.
Étymologie: ἱκετεύω.