ιππομανής
Greek Monolingual
-ές (Α ἱππομανής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους
αρχ.
1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές
α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα
β) το φυτό κάππαρις
γ) μικρή μαύρη σαρκώδης ουσία που έχει ο νεογέννητος πώλος στο μέτωπο και που, αν τήν έπαιρναν πριν τή γλείψει η φοράδα που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό φίλτρο («ὅταν τέκῃ ἡ ἵππος... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», Αριστοτ.)
δ. υγρό που ρέει από το γεννητικό μόριο της φοράδας κατά την ώρα της οχείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, οινο-μανής].