Ίσις
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Ἶσις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
1. αιγυπτιακή θεότητα
2. ως προσηγ. ουσ. είδος εμπλάστρου
3. πυθαγόρεια ονομασία της δυάδας
4. φρ. «Ἴσιδος τρίχες» — ονομασία φυτού (Πλούτ.).