ισοπληθής
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοπληθής, -ές)
ίσος ως προς τον αριθμό, ως προς το ποσόν με άλλον, ισάριθμος («καὶ οἱ ἱππεῑς ἦσαν ἑκατέρωθεν ἰσοπληθεῑς», Ξεν.)
αρχ.
ισομεγέθης, αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάτι («ἰσοπληθεῑς θαλάσσῃ ποταμοί», Πολυδ.).
επίρρ...
ισοπληθώς (Α ἰσοπληθῶς)
με ισοπληθή τρόπο, ισάριθμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. απειρο-πληθής, χειρο-πληθής].