κάγκελλον
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
μέτρον, a system of measures of capacity,
A μέτρῳ τῷ κ. ἀρτάβας ἕνδεκα τέταρτον POxy.1447 (i A.D.), cf. 133.15 (vi A.D.), etc.
Greek Monolingual
καγκέλλον, τὸ (Μ)
(ιδίως στα Ιόνια νησιά) συμβολαιογραφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξεν. προελεύσεως].