καβουρντίζω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
Greek Monolingual
και καβουρδίζω
1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι»)
2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια»)
3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω
4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavurdim, αόρ. του ρ. kavurmak
ο τ. καβουρδίζω οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].