κακογράφω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, -έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, -η, -ο(ν)
κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιροςτρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα
2. συντάσσω γραπτό κείμενο ασύντακτα ή άτεχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακογράφω < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + γράφω και μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο, ενώ η λ. κακογραφώ < κακογράφος.