κακογράφω
From LSJ
Greek Monolingual
και κακογραφώ (Μ κακογραφῶ, -έω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακογραμμένος, -η, -ο(ν)
κακότυχος, άτυχος, κακορίζικος, κακόμοιρος («τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. γράφω δυσανάγνωστα ή ακαλαίσθητα, έχω κακό γραφικό χαρακτήρα
2. συντάσσω γραπτό κείμενο ασύντακτα ή άτεχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κακογράφω < κακ(ο)- (< επίρρ. κακά) + γράφω και μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο, ενώ η λ. κακογραφώ < κακογράφος.