κάθαλος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, (ἅλς Α)
A full of salt, over-salted, Diph.17.13: comically, of the cook, Posidipp.1.7.
German (Pape)
[Seite 1280] mit Salz bestreut, Diphil. bei Ath. IV, 132 e; kom. vom Koche selbst, Posidipp. ibd. XIV, 662 a.
Greek (Liddell-Scott)
κάθᾰλος: -ον, (ἅλς) ὑπὲρ τὸ δέον ἁλατισμένος, κάθαλα ποιήσας πάντα, ὅλως διόλου ἁλμυρά, «βουτημένα εἰς τὸ ἁλάτι», Δίφιλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 1. 13· κωμικῶς, ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ μαγείρου, κάθαλος, κάτοξος Ποσείδιππος ἐν «Ἀναβλέποντι» 1. 7· πρβλ. κάτοξος.
Greek Monolingual
κάθαλος, -ον (Α)
1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ' αλάτι
2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄν-αλος].