καλαμάρι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το (Μ καλαμάρι(ν) και καλαμάριον)
1. μελανοδοχείο
2. ζωολ. κοινή ονομασία κεφαλόποδου μαλακίου
3. θήκη για τους «καλάμους», δηλ. για τις γραφίδες από καλάμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαμάριον < λατ. (theca) calamaria «θήκη καλάμων γραφής» — η ονομασία του θαλασσινού οφείλεται σε ομοιότητά του με τα παλιά μελανοδοχεία.
ΠΑΡ. μσν. καλαμαρίτσι(ν)
μσν.- νεοελλ.
καλαμαράς
νεοελλ.
καλαμαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. καλαμαροθήκη].