καινοτροπία

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτροπία Medium diacritics: καινοτροπία Low diacritics: καινοτροπία Capitals: ΚΑΙΝΟΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: kainotropía Transliteration B: kainotropia Transliteration C: kainotropia Beta Code: kainotropi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A strangeness, Eust.1200.56.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, neue Art, Fremdartigkeit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτροπία: ἡ, τρόπος μὴ συνήθης, καινοτροπία τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ.

Greek Monolingual

καινοτροπία, ἡ (Μ) καινότροπος
νέος, ασυνήθιστος τρόπος.