καινοτροπία
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ἡ,
A strangeness, Eust.1200.56.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, neue Art, Fremdartigkeit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτροπία: ἡ, τρόπος μὴ συνήθης, καινοτροπία τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ.
Greek Monolingual
καινοτροπία, ἡ (Μ) καινότροπος
νέος, ασυνήθιστος τρόπος.