καινοτροπία

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτροπία Medium diacritics: καινοτροπία Low diacritics: καινοτροπία Capitals: ΚΑΙΝΟΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: kainotropía Transliteration B: kainotropia Transliteration C: kainotropia Beta Code: kainotropi/a

English (LSJ)

ἡ, strangeness, Eust.1200.56.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, neue Art, Fremdartigkeit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτροπία: ἡ, τρόπος μὴ συνήθης, καινοτροπία τοῦ σχήματος Εὐστ. 1200. 56· παραδοξίας καὶ καινοτροπίας ὁ αὐτ. ἐν Πονημ. 46, 70, κτλ.

Greek Monolingual

καινοτροπία, ἡ (Μ) καινότροπος
νέος, ασυνήθιστος τρόπος.