καλλονάριον
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
τό,
A broom, besom, Gloss.
Greek Monolingual
καλλονάριον, τὸ (Α)
σκούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον, κάλλυντρον].