καλοδέχομαι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. υποδέχομαι κάποιον ευχάριστα, κάνω καλή υποδοχή σε κάποιον
2. ακούω κάτι με ευχαρίστηση, αποδέχομαι κάτι με ευμένεια («δεν τά καλοδέχθηκε αυτά που του είπα»)
3. (η μτχ. ενεστ.) καλοδεχούμενος, -η, -ο
καλόδεχτος («είσαι πάντα καλοδεχούμενος στο σπίτι μας»).