ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Full diacritics: κάλλαϊς | Medium diacritics: κάλλαϊς | Low diacritics: κάλλαϊς | Capitals: ΚΑΛΛΑΪΣ |
Transliteration A: kállaïs | Transliteration B: kallais | Transliteration C: kallais | Beta Code: ka/llai+s |
A v. κάλα-.
c. κάλαϊς.
και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)
πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζές
αρχ.
κόκορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].