καλλίπους

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπους Medium diacritics: καλλίπους Low diacritics: καλλίπους Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kallípous Transliteration B: kallipous Transliteration C: kallipous Beta Code: kalli/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.

Greek Monolingual

καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].