καμηλόκεντρον

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

καμηλόκεντρον: τὸ, κέντρον δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.

Greek Monolingual

καμηλόκεντρον, τὸ (Μ)
το κεντρί με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κέντρον «κεντρί»].