καναβάτσο
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν])
χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων τμημάτων της, ανδρικής κυρίως, ενδυμασίας, ώστε να είναι σκληρά και δύσκαμπτα και να εφαρμόζουν καλά στο σώμα
νεοελλ.
(κατ. επέκτ.) το δάπεδο της παλαίστρας ή του χώρου όπου διεξάγεται αγώνας πυγμαχίας (ρινγκ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., < ιταλ. cannavaccio < lat. cannabis < αρχ. ελλ. κάνναβις.