καμινιαῖος

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

German (Pape)

[Seite 1317] zum Ofen gehörig, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 552.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.

Greek Monolingual

καμινιαῑος και δ. γρφ. καμιναῑος, -αία, -ον (AM)
αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, του καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + -ιαίος, αντί καμιναίος].