καρποτόκεια
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ, poet. fem. of καρποτόκος, Nonn.D.21.26.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, Fruchterzeugerinn, γαῖα Nonn. D. 21, 26. S. καρποτόκος.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτόκεια: ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ καρποτόκος, Νόνν. Δ. 21. 26.
Greek Monolingual
καρποτόκεια, ἡ (Α)
βλ. καρποτόκος.