καρφωτός
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καρφωτός, -ή, -όν) καρφώνω
ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος
νεοελλ.
1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί
2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά
3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).
επίρρ...
καρφωτά
με τον τρόπο που μπήγεται το καρφί, κατακόρυφα.