καρφωτός

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καρφωτός, -ή, -όν) καρφώνω
ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος
νεοελλ.
1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί
2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά
3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).
επίρρ...
καρφωτά
με τον τρόπο που μπήγεται το καρφί, κατακόρυφα.