καταδυτικός

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση
2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» — ο αντικειμενικός φακός του μικροσκοπίου
β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» — αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή του ανθρώπου μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].