κατακάθαρος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

-η, -ο
(επιτ. του καθαρός)
1. πολύ καθαρός («κατακάθαρα ρούχα»)
2. αίθριος, διαυγής (α. «κατακάθαρος ουρανός» β. «κατακάθαρο νερό»).