καταλαμπρύνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμπρύνω Medium diacritics: καταλαμπρύνω Low diacritics: καταλαμπρύνω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΡΥΝΩ
Transliteration A: katalamprýnō Transliteration B: katalamprynō Transliteration C: katalampryno Beta Code: katalampru/nw

English (LSJ)

   A make splendid, νεὼν κάλλει τε καὶ μεγέθει Procop. Aed.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπρύνω: λαμπρύνω, φωτίζω, τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM καταλαμπρύνω) κατάλαμπρος
καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.