κατάρδω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρδω Medium diacritics: κατάρδω Low diacritics: κατάρδω Capitals: ΚΑΤΑΡΔΩ
Transliteration A: katárdō Transliteration B: katardō Transliteration C: katardo Beta Code: kata/rdw

English (LSJ)

   A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.    2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2˙- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411˙ «κατάρδειν˙ οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.

Greek Monolingual

κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώοὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].