κατάρρευση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάρρευσις) καταρρέω
η προς τα κάτω ροή, η καταρροή
νεοελλ.
1. η πτώση προς τα κάτω, το να γκρεμιστεί ή να διαλυθεί κάτι
2. σωματική ή ψυχική εξάντληση
3. παρακμή
4. αστρον. (για αστέρα) συρρίκνωση και συμπίεση λόγω της βαρύτητας.