κατασκώ
From LSJ
κατασκῶ, -έω (Α)
1. εξασκώ πάρα πολύ, συστηματικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κατησκημένος, -η-, -ον
αυτός που έχει επιτευχθεί μετά από επίπονη και συστηματική άσκηση (α. «ἀκριβὴς καὶ κατησκημένη δίαιτα», Πλούτ.
β. «κατησκημένος τὸν βίον», Μέγ. Βασίλ.).