κατεμπάζω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεμπάζω Medium diacritics: κατεμπάζω Low diacritics: κατεμπάζω Capitals: ΚΑΤΕΜΠΑΖΩ
Transliteration A: katempázō Transliteration B: katempazō Transliteration C: katempazo Beta Code: katempa/zw

English (LSJ)

   A = καταλαμβάνω, ὁπόταν χρειώ σε -εμπάζῃ Nic.Th.695.

German (Pape)

[Seite 1395] = simpl., Nic. Ther. 695, vom Schol. καταλαμβάνω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κατεμπάζω: καταλαμβάνω, κατεπείγω, Νικ. Θ. 695.

Greek Monolingual

κατεμπάζω (Α)
καταλαμβάνωὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.).