κατεμπάζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A = καταλαμβάνω, ὁπόταν χρειώ σε -εμπάζῃ Nic.Th.695.
German (Pape)
[Seite 1395] = simpl., Nic. Ther. 695, vom Schol. καταλαμβάνω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
κατεμπάζω: καταλαμβάνω, κατεπείγω, Νικ. Θ. 695.
Greek Monolingual
κατεμπάζω (Α)
καταλαμβάνω («ὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.).