κάταυτα
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
κάταυτα (Μ)
επίρρ. αμέσως τώρα, πάραυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ αὐτά με συνεκφορά, πρβλ. πάραυτα.