κάταυτα

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

κάταυτα (Μ)
επίρρ. αμέσως τώρα, πάραυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ αὐτά με συνεκφορά, πρβλ. πάραυτα.