κατωμαγούλα
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
κατωμαγούλα και καταμαγούλα, ἡ (Μ)
φαγητό που παρασκευαζόταν από την κάτω σιαγόνα του χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + μαγούλα. Ο τ. καταμαγούλα με αφομοίωση].