κατώφορος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον,
A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.
German (Pape)
[Seite 1407] sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατώφορος: -ον, φερόμενος πρὸς τὰ κάτω, Ἀλέξ. Ἀφρ. (;)
Greek Monolingual
κατώφορος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον
κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά
αρχ.
αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αν-υπό-φορος, παρά-φορος].