καύστις

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

καῡστις, -εως, ἡ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις, ώριμο στάχυ κριθαριού
2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις
επίκληση της θεάς Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος του καύστης].