κεραμοτήξ
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, τήκω)
A potter, Theognost.Can.40.
German (Pape)
[Seite 1420] Thonschmelzer, Töpfer, Theogn. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμοτήξ: ὁ, (τήκω) ὁ κεραμεύς, Θεογνώστ. Καν. 40. 23.
Greek Monolingual
κεραμοτήξ, -ῆγος, ὁ (Μ)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -τήξ (< τήκω), πρβλ. μολυβδο-τήξ].