κεφαλόπους

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόπους Medium diacritics: κεφαλόπους Low diacritics: κεφαλόπους Capitals: ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kephalópous Transliteration B: kephalopous Transliteration C: kefalopous Beta Code: kefalo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in pl., lamb's or goat's

   A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῡς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντό-πους, λεοντό-πους].