κέστρο

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

το (Α κέστρον) κεντώ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας σολανίδες
αρχ.
1. είδος αρωματικού φυτού («κέστρον, Ῥωμαϊστὶ δὲ βετονίκη», Γαλ.)
2. είδος σταχιού
3. οδοντωτό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην εγκαυστική ζωγραφική.