κινδύνευμα
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό,
A hazard, venture, S.OC564, Ant.42, E. IT1001, Pl.R.451a, etc.
German (Pape)
[Seite 1439] τό, das Wagstück, das kühne Unternehmen; Soph. Ant. 42 O. C. 570; Eur. I. T. 1001; Plat. Rep. V, 451 a; Folgde, wie Luc. Hermot. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κινδύνευμα: ῡ, τό, τολμηρὸν καὶ ἐπικίνδυνον ἐπιχείρημα, Σοφ. Ο. Κ. 564, Ἀντ. 42, Εὐρ. Ι. Τ. 1001, Πλάτ. Πολ. 451Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
entreprise hardie, trait de bravoure ou de hardiesse.
Étymologie: κινδυνεύω.
Greek Monolingual
κινδύνευμα, τὸ (Α) κινδυνεύω
επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ' ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ' ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.).