κλοπιμαῖος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπῐμαῖος Medium diacritics: κλοπιμαῖος Low diacritics: κλοπιμαίος Capitals: ΚΛΟΠΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klopimaîos Transliteration B: klopimaios Transliteration C: klopimaios Beta Code: klopimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.

German (Pape)

[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.