κοίλωσις
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cavity, Hp.Carn.15, Sor.1.82; hollowing out, of flutes, Nicom.Harm.4,10 (pl., κοιλιώς- codd.).
German (Pape)
[Seite 1467] ἡ, richtigere Lesart für κοιλίωσις Nicom. Harm. p. 172.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωσις: -εως, ἡ, κοίλωμα, ἡ κοιλία, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 172. ἐσφαλμένως κοιλίωσις ἐν Νικομ. Ἁρμον. σ. 19.
Greek Monolingual
κοίλωσις, ἡ (Α) κοιλώ
η ενέργεια του κοιλώ, η κοίλανση, το κοίλωμα.