κολόκυνθος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ὁ,
A = κολοκύνθη, AP9.532 tit., PLond.5.1881 (vi A.D.); κ. ἄγριος Ps.-Dsc.4.176:— written κολύκιντος PTeb.131 (ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1474] u. κολόκυντος, ὁ, = κολοκύνθη, vgl. Lob. zu Phryn. 437.
Greek (Liddell-Scott)
κολόκυνθος: καὶ -τος, ὁ, = κολοκύνθη, -τη, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 587.
Greek Monolingual
κολόκυνθος και κολόκυντος, ὁ (Α)
κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους].