κολπώνω

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

(AM κολπῶ, -όω, Μ και κολπώνω) κόλπος
δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά του καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.
γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῡται», Αριστοτ.)
μσν.
τραυματίζω, πληγώνω
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) κεκολπωμένος, -η, -ον (για λόγο)
πομπώδης.