κοπρώνας

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

ο (ΑM κοπρών, -ῶνος) κόπρος (Ι)]
1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο
2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες
νεοελλ.
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα
αρχ.
παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» — λέγεται για μάταιο και ανώφελο ή για απρεπώς επιχειρούμενο έργο.