κοπρώνας
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο (ΑM κοπρών, -ῶνος) κόπρος (Ι)]
1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο
2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες
νεοελλ.
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα
αρχ.
παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» — λέγεται για μάταιο και ανώφελο ή για απρεπώς επιχειρούμενο έργο.