κόντος
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
Greek Monolingual
(I)
κόντος, ὁ (Μ)
κόντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conte].———————— (II)
κόντος, ὁ (Μ)
λογαριασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conto].———————— (III)
το
η ιδιότητα του κοντού, βραχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κονταίνω κατά τα ουδ. σε -ος (πρβλ. εύρ-ος, μάκρ-ος)].