κουφόπους

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφόπους Medium diacritics: κουφόπους Low diacritics: κουφόπους Capitals: ΚΟΥΦΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kouphópous Transliteration B: kouphopous Transliteration C: koufopous Beta Code: koufo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος,

   A lightfooted, Hsch.s.v. ψαυκρόποδα.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόπους: ουν, ἐλαφρόπους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψαυκρόποδα.

Greek Monolingual

κουφόπους, -ουν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ελαφρός στα πόδια, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + πούς (πρβλ. βραδύ-πους, ωκύ-πους)].