κραδαλός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομ-αλός, τροχ-αλός)].