κρημνώρεια
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
ἡ,
A steep mountain-ridge, Hdn.Epim.232.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνώρεια: ἡ, κρημνώδης ἀκρώρεια, Ἡρῳδ. Ἐπιμ. 232.
Greek Monolingual
η (Α κρημνώρεια)
κρημνώδης πλευρά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ώρεια (< ὄρος). Το -ω- προέρχεται από τη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ακρ-ώρεια)].