κροτάλισμα
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
German (Pape)
[Seite 1513] τό, Beifallgeklatsch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροτάλισμα: τὸ, ἦχος οἷον κροτάλου, ἐπικρότησις, ἔπαινος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.
Greek Monolingual
και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) κροταλίζω
1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος
2. χειροκρότημα, επικρότηση
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.