κροτάλισμα

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

German (Pape)

[Seite 1513] τό, Beifallgeklatsch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κροτάλισμα: τὸ, ἦχος οἷον κροτάλου, ἐπικρότησις, ἔπαινος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.

Greek Monolingual

και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) κροταλίζω
1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος
2. χειροκρότημα, επικρότηση
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.