κρύψιππος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύψιππος Medium diacritics: κρύψιππος Low diacritics: κρύψιππος Capitals: ΚΡΥΨΙΠΠΟΣ
Transliteration A: krýpsippos Transliteration B: krypsippos Transliteration C: krypsippos Beta Code: kru/yippos

English (LSJ)

ὁ, nickname of Chrysippus, D.L.7.182.

Greek Monolingual

κρύψιππος, -ον (Α)
1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος
σκωπτική ονομασία του μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα του Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τον έκρυβε σχεδόν ο ίππος που ήταν κοντά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψ(ι)- (βλ. κρυπτο-) + ἵππος (πρβλ. κρατήσ-ιππος, τέθρ-ιππος)].